- ίουλος
- ο1. το πρώτο χνούδι στα μάγουλα των εφήβων.2. είδος βοτρυοειδούς ταξιανθίας με μορφή τσαμπιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ἴουλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴουλος — down masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… … Dictionary of Greek
Ἰούλοις — Ἴουλος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰούλοις — ἴουλος down masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰούλου — Ἴουλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰούλου — ἴουλος down masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰούλους — Ἴουλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰούλους — ἴουλος down masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰούλων — Ἴουλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)